-
1 окурок
-
2 окурок
окурокм τό ἀποτσίγαρο, ή. γόπα -
3 окурок
[ακούρακ] ουσ. α. γόπα, αποτσίγαρο -
4 окурок
[ακούρακ] ουσ α γόπα, αποτσίγαρο -
5 окурок
-рка α. αποτσίγαρο, γόπα. -
6 подбросить
ρ.σ.μ.1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.
|| (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.
2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•подбросить валета ρίχνω βαλέ.
|| στέλλω•подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..
4. βάζω, ρίχνω κρυφά•подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.
|| αφήνω έκθετο, εκθέτω•подбросить младенца εκθέτω βρέφος.
5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•-рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.
-
7 сигаретный
επ.του τσιγάρου• από τσιγάρο•сигаретный дым καπνός από τσιγάρα•
сигаретный окурок γόπα (αποτσίγαρο)•
-ая бумага το τσιγαρόχαρτο.
См. также в других словарях:
αποτσίγαρο — το ό,τι απομένει από καπνισμένο τσιγάρο … Dictionary of Greek
αποτσίγαρο — το το υπόλειμμα του τσιγάρου που καπνίστηκε, η γόπα: Δεν είχε ν αγοράσει τσιγάρα και κάπνιζε τ αποτσίγαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γόπα — Ψάρι τελεόστεο της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σπαριδών. Το μήκος του φτάνει έως 30 εκ. είναι σχεδόν ατρακτοειδές και ελαφρά πεπιεσμένο στα πλευρά. Έχει δύο μεγάλα μάτια με διάμετρο περίπου ίση με το ένα τρίτο του μήκους της… … Dictionary of Greek
γόπα — η 1. είδος ψαριού με νόστιμη σάρκα. 2. αποτσίγαρο: Άδειασα το σταχτοδοχείο από τις γόπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)